Ιστορία της Τζιλ

Η ιστορία της Τζιλ

Μόλις είδα την αδελφή μου στην αίθουσα αφίξεων στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Χάρτσφιλντ της Ατλάντα, κατάλαβα αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Τζιλ δεν κατάφερνε ποτέ να κρύψει τα συναισθήματά της και τώρα ήταν ολοφάνερο ότι υπέφερε.

Η Τζιλ συνοδευόταν από τον αδελφό μας τον Τζον, που είχα να τον δω δεκαέξι χρόνια από το 1972, όταν ο Τζον μετανάστευσε από την Αγγλία στην Αυστραλία, και εγώ στην Αμερική, το 1984. Η Τζιλ είναι η μόνη που παραμένει στην Αγγλία. Ο Τζον την είχε επισκεφτεί και το ταξίδι του στην Ατλάντα ήταν ένας σταθμός πριν τελικά επιστρέψει στην Αυστραλία. Η Τζιλ τον συνόδεψε για να επισκεφτούν εμένα και τη γυναίκα μου Τζοάνα για κάνα δυο βδομάδες, πριν τον αποχαιρετήσει.

Μετά τις πρώτες αγκαλιές, ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο.

Είχα κλείσει δωμάτια για μια βραδιά και την επομένη, αφού θα τους ξεναγούσαμε στην Ατλάντα, θα παίρναμε τον δρόμο για το σπίτι μας, προς τα βόρεια.
Μόλις μας δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσουμε κάπως πιο σοβαρά, η Τζιλ στράφηκε προς το μέρος μου και είπε, «Κόλιν, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Ο Τζεφ κι εγώ ίσως χωρίσουμε» Παρότι είχα παρατηρήσει κάτι περίεργο στην αδελφή μου, τα λόγια της με ξάφνιασαν.

Πάντα πίστευα πως τα έξι χρόνια που ζούσαν μαζί, ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος.

Και οι δυο είχαν ξαναπαντρευτεί πριν, αλλά η σχέση αυτή φαινόταν ανθεκτική. Ο Τζεφ είχε τρία παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του και η Τζιλ τέσσερα. Ο μικρότερος γιος της, ο Πολ, ήταν ο μόνος που ζούσε ακόμα μαζί τους.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.
«Είναι όλα μπερδεμένα, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω», απάντησε. «Ο Τζέφ φέρεται πολύ περίεργα και δεν αντέχω άλλο. Φτάσαμε σε σημείο να μη μιλάμε πια μεταξύ μας. Έχει απομακρυνθεί και ισχυρίζεται ότι το φταίξιμο είναι όλο δικό μου».
«Για συνέχισε», είπα κοιτάζοντας τον Τζον που δεν μιλούσε. Είχε μείνει στο σπίτι τους μια ολόκληρη εβδομάδα και από τη σιωπή του υπέθεσα πως είχε ακούσει αρκετά πάνω σ’ αυτό το θέμα.

«Θυμάσαι τη μεγαλύτερη κόρη του Τζεφ, τη Λορέιν;» ρώτησε η Τζιλ.

«Ο άντρας της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό πριν από έναν χρόνο περίπου. Από τότε, η σχέση της με τον Τζεφ είναι περίεργη. Οποιαδήποτε ώρα κι αν τηλεφωνήσει, ο Τζεφ την αποκαλεί “Αγάπη μου” και μιλάνε ψιθυριστά με τις ώρες. Θα έλεγε κανείς πως είναι εραστές όχι πατέρας και κόρη. Αν την ώρα που θα τηλεφωνήσει η Λορέιν είναι απασχολημένος, τα παρατάει όλα στη μέση. Όταν μας επισκέπτεται συμβαίνει το ίδιο. Κάθονται και μιλάνε σιγανά με τις ώρες, αποκλείοντας όλους τους άλλους ειδικά εμένα. Δεν το αντέχω άλλο. Αισθάνομαι πως έχει γίνει το κέντρο της ζωής του, ενώ εγώ νιώθω αποκλεισμένη και παραμελημένη».

Συνέχισε αρκετή ώρα ακόμη, περιγράφοντας με λεπτομέρειες την περίεργη δυναμική αυτής της σχέσης.

Η Τζοάνα κι εγώ την ακούγαμε προσεκτικά. Προτείναμε ιδέες για το πώς θα μπορούσε να του μιλήσει σχετικά με τη συμπεριφορά του και γενικά, προσπαθήσαμε να βρούμε λύσεις. Ο Τζον συμμετείχε κι εκείνος, εκφράζοντας κατά διαστήματα την άποψή του.


Αυτό που μου φάνηκε παράξενο και ύποπτο, ήταν η ασυνήθιστη συμπεριφορά του Τζεφ.

Ο Τζεφ που γνώριζα ήταν τρυφερός με τις κόρες του και σίγουρα χρειαζόταν την αποδοχή και την αγάπη τους, ποτέ όμως δεν τον είχα δει να συμπεριφέρεται έτσι όπως περιέγραφε η Τζιλ. Πάντα ήταν τρυφερός απέναντί της. Δυσκολευόμουν να πιστέψω πως η συμπεριφορά του είχε γίνει τόσο σκληρή. Καταλάβαινα γιατί αυτή η κατάσταση αναστάτωνε την Τζιλ και γιατί η επιμονή του Τζεφ, ότι όλα ήταν δημιουργήματα της φαντασίας της, χειροτέρευε τα πράγματα.

Η συζήτηση συνεχίστηκε την επόμενη ημέρα.

Άρχισα να βλέπω τι συνέβαινε, από τη σκοπιά της Δραστικής Συγχώρεσης, αλλά αποφάσισα να μην το αναφέρω τουλάχιστον όχι αμέσως.

Η Τζιλ ζούσε πολύ έντονα το δράμα της για να με ακούσει και φαινόταν παγιδευμένη στον ρόλο του θύματος.

Η Δραστική Συγχώρεση βασίζεται σε μια ευρεία πνευματική κατανόηση κάτι που δεν ίσχυε όσο ζούσαμε όλοι μαζί στην Αγγλία. Γνωρίζοντας πως η Τζιλ και ο Τζον δεν ήξεραν τα πιστεύω μου, ένιωθα ότι δεν ήταν ακόμα ώρα να παρουσιάσω μια τόσο ριζοσπαστική ιδέα, ότι δηλαδή όλα είναι τέλεια ακριβώς ως έχουν και ότι παρουσιάζεται μια ευκαιρία για θεραπεία.

Μετά τη δεύτερη ημέρα, όμως…

κι ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν στο ίδιο πλαίσιο, αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσουμε την προσέγγιση της Δραστικής Συγχώρεσης. Αυτό σήμαινε πως η αδελφή μου θα δεχόταν την πιθανότητα ότι συνέβαινε κάτι πέρα από το προφανές κάτι με ιδιαίτερο νόημα, το οποίο με θεϊκή καθοδήγηση είχε στόχο το ανώτερο καλό της. Ήταν όμως τόσο ολόψυχα δοσμένη στον ρόλο του θύματος, ώστε δεν ήμουν σίγουρος αν θα αποδεχόταν μια ερμηνεία για τη συμπεριφορά του Τζεφ η οποία θα την απομάκρυνε από αυτό τον ρόλο.

Έτσι, καθώς άρχισε ακόμη μια φορά να λέει τα ίδια, αποφάσισα να παρέμβω.

Διστακτικά, ρώτησα, «Τζιλ, θα ήθελες να προσπαθήσεις να δεις την κατάσταση διαφορετικά;»
Με κοίταξε με απορία, ενώ μάλλον σκεφτόταν, «Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει διαφορετική ερμηνεία για όσα συμβαίνουν; Τα πράγματα είναι όπως είναι!» Όμως, επειδή στο παρελθόν την είχα πάλι βοηθήσει να λύσει κάποιο συναισθηματικό της πρόβλημα, με εμπιστευόταν. «Τι εννοείς;» ρώτησε.


Να η ευκαιρία που περίμενα… «Αυτά που θα σου πω ίσως σου φανούν παράξενα, προσπάθησε όμως να μην τα αμφισβητήσεις μέχρι να τελειώσω. Απλώς μείνε δεκτική στην πιθανότητα ότι όσα σου πω είναι αληθινά και δες αν βγάζουν νόημα».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Τζον προσπαθούσε ειλικρινά να συμπαρασταθεί στην Τζιλ, αλλά η συνεχής αναφορά στο πρόβλημά της με τον Τζεφ τον είχε κουράσει. Η παρέμβασή μου φάνηκε να αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον του.


«Όλα όσα μας περιέγραψες αντιπροσωπεύουν τη δική σου αλήθεια. Δεν αμφιβάλλω καθόλου για όσα περιγράφεις. Εξάλλου, ο Τζον ήταν μπροστά πολλές φορές και μπορεί να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς σου έτσι δεν είναι, Τζον;»

«Ναι», απάντησε εκείνος. «Όλα είναι όπως τα περιγράφει η Τζιλ. Και μένα μου φάνηκαν παράξενα και για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα άσχημα που ήμουν παρών».
«Δεν εκπλήσσομαι», απάντησα. «Κατ’ αρχάς, οτιδήποτε πω δεν ακυρώνει την ιστορία σου. Πιστεύω ότι όλα έγιναν ακριβώς όπως τα είπες.

Όμως, θέλω να σου δώσω ένα στοιχείο για το τι μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά».

«Τι εννοείς, πίσω;» ρώτησε η Τζιλ, κοιτάζοντάς με καχύποπτα.
«Είναι πολύ φυσικό να πιστεύουμε πως οτιδήποτε βρίσκεται γύρω μας συνιστά την πραγματικότητα», εξήγησα, «αλλά ίσως συμβαίνουν πολύ περισσότερα πέρα απ’ αυτή την πραγματικότητα. Δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτε άλλο επειδή οι πέντε αισθήσεις μας δεν επαρκούν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δες την περίπτωσή σου. Δίχως άλλο, εσύ και ο Τζεφ ζείτε ένα δράμα.

Τι θα γινόταν, όμως, αν κάτω από το δράμα αυτό συνέβαινε κάτι πνευματικό με τους ίδιους ανθρώπους και γεγονότα αλλά με διαφορετικό νόημα;

Αν οι δυο ψυχές σας χόρευαν τον ίδιο χορό αλλά με διαφορετικό σκοπό;

Αν ο χορός είχε να κάνει με τη θεραπεία σου;

Τι θα γινόταν αν μπορούσες να τα δεις όλ’ αυτά σαν μια ευκαιρία να θεραπευτείς και να εξελιχθείς;

Δεν βλέπεις εδώ μια διαφορετική ερμηνεία;»

Η Τζιλ και ο Τζον με κοίταξαν σαν να μιλούσα κάποια ξένη γλώσσα. Αποφάσισα ν’ αφήσω κατά μέρος τις εξηγήσεις και να μπω κατευθείαν στην ουσία.


«Αν ξανασκεφτείς τα γεγονότα των τριών τελευταίων μηνών», συνέχισα, «τι νιώθεις πιο έντονα βλέποντας τον Τζεφ να φέρεται τόσο τρυφερά στην κόρη του τη Λορέιν;»
 «Κυρίως θυμό», είπε, αλλά φάνηκε να το ξανασκέφτεται. «Αναστάτωση», πρόσθεσε και ύστερα από μια μεγάλη παύση, «… και λύπη. Πραγματικά ένιωσα λυπημένη». Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της. «Νιώθω τόσο μόνη, νιώθω πως κανείς δεν μ’ αγαπάει», είπε και άρχισε να κλαίει σιωπηλά. «Δεν θα ένιωθα τόσο άσχημα αν πίστευα πως ο Τζεφ δεν μπορεί να δείξει την αγάπη του, αλλά μπορεί, και το κάνει όμως, μόνο μαζί της!»
Για πρώτη φορά η Τζιλ άρχισε να κλαίει γοερά. Πριν, στα μάγουλά της είχαν κυλήσει κάνα δυο δάκρυα, αλλά δεν είχε κλάψει πραγματικά. Τώρα, επιτέλους, αφηνόταν. Χαιρόμουν που η Τζιλ είχε έρθει τόσο γρήγορα σε επαφή με τα συναισθήματά της.

Πέρασαν δέκα ολόκληρα λεπτά για να καταλαγιάσει το κλάμα και να μπορέσει να μιλήσει.

Τότε την ρώτησα, «Τζιλ, μπορείς να θυμηθείς όταν ήσουν παιδί πότε ένιωσες το ίδιο;» Χωρίς να διστάσει διόλου, απάντησε, «Ναι». Της ζήτησα να συνεχίσει. Χρειάστηκε λίγο χρόνο πριν απαντήσει.
«Ούτε ο μπαμπάς μ’ αγαπούσε!» ξέσπασε τελικά και άρχισε πάλι να κλαίει. «Ήθελα να μ’ αγαπά, αλλά δεν το έκανε. Πίστευα πως δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει κανέναν! Τότε ήρθε η κόρη σου, Κόλιν. Αυτή, σίγουρα την αγαπούσε. Όμως, γιατί δεν αγαπούσε εμένα, διάολε!;» Φωνάζοντας χτύπησε τη γροθιά της δυνατά στο τραπέζι και το κλάμα της έγινε πάλι ανεξέλεγκτο.
Η Τζιλ μόλις είχε αναφερθεί στη μεγαλύτερη κόρη μου, τη Λορέιν. Συμπτωματικά, ή μάλλον, συγχρονιστικά, είχε το ίδιο όνομα με τη μεγαλύτερη κόρη του Τζεφ.

Το κλάμα την ωφέλησε. Τα δάκρυά της την απελευθέρωσαν και ίσως μάλιστα φανέρωσαν μια στροφή στην πορεία.

Σκέφτηκα πως η πραγματική πρόοδος δεν ήταν μακριά.
«Πες μου τι έγινε με την κόρη μου και τον μπαμπά», την ενθάρρυνα.
«Να», είπε η Τζιλ, ανασυγκροτώντας τον εαυτό της, «πάντα ένιωθα πως ο μπαμπάς δεν μ’ αγαπούσε ενώ εγώ αποζητούσα απεγνωσμένα την αγάπη του. Ποτέ δεν μου κράτησε το χέρι, ούτε με κάθισε στην αγκαλιά του. Πάντα ένιωθα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Όταν μεγάλωσα, η μαμά μού είπε ότι δεν πίστευε πως ο μπαμπάς αγαπούσε κανέναν, ούτε καν αυτή την ίδια.

Τότε, αναγκάστηκα να το αποδεχτώ.

Σκέφτηκα ότι εφόσον δεν μπορούσε να αγαπήσει κανέναν, το λάθος δεν ήταν δικό μου. Απλώς δεν αγαπούσε κανέναν. Δεν εκδήλωνε αγάπη προς τα παιδιά μου τα ίδια τα εγγόνια του κατά πόσο μάλλον προς τα παιδιά των άλλων. Δεν ήταν κακός πατέρας. Απλώς δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει. Τον λυπόμουν».

Το κλάμα της συνεχίστηκε για λίγο ακόμα. Ήξερα τι εννοούσε. Ο πατέρας μας ήταν ευγενικός αλλά πολύ ήσυχος και απόμακρος. Έδινε την εντύπωση πως δεν ήταν συναισθηματικά διαθέσιμος για κανέναν.

Όταν πια συνήλθε η Τζιλ, συνέχισε: «Θυμάμαι μια συγκεκριμένη ημέρα στο σπίτι σου. Η κόρη σου η Λορέιν ήταν τότε περίπου τεσσάρων ή πέντε χρόνων. Οι γονείς μας είχαν έρθει από το Λέστερ για επίσκεψη και είχαμε μαζευτεί όλοι στο σπίτι σου. Είδα τη Λορέιν σου να παίρνει το χέρι του μπαμπά, λέγοντας, “Έλα, παππού, να σου δείξω τον κήπο και όλα τα λουλούδια μου”. Εκείνος μόνο που δεν έλιωσε. Η Λορέιν τον πήγε παντού μιλώντας διαρκώς, ενώ του έδειχνε τα λουλούδια. Τον μάγεψε. Όλο αυτό το διάστημα τους παρακολουθούσα από το παράθυρο. Όταν γύρισαν, την κάθισε στα γόνατά του και ήταν όλο χαρά. Ποτέ μου δεν τον είχα δει έτσι.


«Ένιωθα απελπισμένη. “Ώστε μπορεί να αγαπάει”, σκέφτηκα.

Εφόσον μπορούσε ν’ αγαπάει τη Λορέιν, γιατί όχι κι εμένα;» Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν ψιθυριστά και ακολούθησαν πολλά δάκρυα θρήνου και λύπης, δάκρυα που κατάπινε όλα αυτά τα χρόνια.
Είχαμε σημειώσει αρκετή πρόοδο. Πρότεινα να φτιάξουμε τσάι. (Ως Άγγλοι, πίνουμε τσάι συνεχώς!)

Ερμηνεύοντας την ιστορία της αδελφής μου από τη σκοπιά της Δραστικής Συγχώρεσης, εύκολα διαπίστωσα πως η παράξενη συμπεριφορά του Τζεφ είχε ασυνείδητα σχεδιαστεί για να ωθήσει την Τζιλ να θεραπεύσει την ανεπίλυτη σχέση με τον πατέρα της.

Αν εκείνη μπορούσε να το δει και να αναγνωρίσει την τελειότητα στη συμπεριφορά του, θα θεράπευε τον πόνο της και θα άλλαζε, οπωσδήποτε, η συμπεριφορά του Τζεφ. Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος με ποιον τρόπο να το εξηγήσω αυτό στην Τζιλ ώστε να το καταλάβει εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω. Σκόνταψε μόνη της στον προφανή συσχετισμό.
Αργότερα την ίδια ημέρα, με ρώτησε: «Κόλιν, δεν το βρίσκεις περίεργο που η κόρη του Τζεφ και η κόρη σου έχουν το ίδιο όνομα; Αν το καλοσκεφτείς, και οι δυο είναι ξανθιές και πρωτότοκες. Τι παράξενη σύμπτωση! Πιστεύεις πως υπάρχει κάποια σχέση;»

Γελώντας απάντησα, «Σίγουρα. Εδώ βρίσκεται το κλειδί για να καταλάβεις όλη αυτή την κατάσταση»

Αυτή η ιστορία έχει συνέχεια, αν θέλεις να μάθεις την εξέλιξη της, έχεις δυο τρόπους, είτε να με ρωτήσεις είτε να την διαβάσεις στο βιβλίο «Δραστική Συγχώρεση» του Collin C. Tipping

Δείτε περισσότερα για την Δραστική Συγχώρεση

DMCA.com Protection Status